ἐναλλαγῶν

ἐναλλαγῶν
ἐναλλαγή
interchange
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… …   Dictionary of Greek

  • καταστροφισμός — ο 1. μανία καταστροφής 2. γεωλ. α) θεωρία σύμφωνα με την οποία οι διαφορές μεταξύ τών απολιθωμάτων μιας στρωματογραφικής σειράς οφείλονται σε περιοδικές καταστροφές και σε νέες δημιουργίες ζωής β) θεωρία που ερμηνεύει τη γεωλογική ιστορία τής γης …   Dictionary of Greek

  • μορφοφωνολογία — η γλωσσ. όρος που επινοήθηκε από τον Νικολάι Τρουμπετσκόυ το 1931 και καλύπτει, από την προοπτική τού δομισμού, τη μελέτη τών φωνολογικών εναλλαγών οι οποίες συνδέονται με μεταβολές στη μορφολογία (μορφήματα, αλλόμορφα κ.λπ.) ο αμερικανικός… …   Dictionary of Greek

  • σκίασμα — το, ΝΜΑ [σκιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (Ι) 2. καθετί που κάνει σκιά νεοελλ. 1. σκιαγράφημα, σκαρίφημα, σκίτσο 2. (ζωγρ.) απόδοση τών εναλλαγών φωτός και σκιάς, ώστε το εικονιζόμενο αντικείμενο να παρασταθεί ανάγλυφα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • αλγκόνκιο — Ανώτερη περίοδος του αζωικού ή αρχαϊκού αιώνα. Η ονομασία προέρχεται από τους Αλγκονκίνους, την ομάδα αυτόχθονων φυλών της Βόρειας Αμερικής. Η διάρκεια της περιόδου αυτής είναι δύσκολο να καθοριστεί. Πάντως, είναι μεγάλη, χωρίς αμφιβολία, όπως… …   Dictionary of Greek

  • Ένσορ, Τζέιμς Σίντνεϊ — (James Sidney Ensor, Οστάνδη 1860 – 1949). Βέλγος ζωγράφος, χαράκτης, μουσικός και συγγραφέας. Έζησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του στην Οστάνδη, εκτός από το διάστημα των σπουδών του στην Ακαδημία των Βρυξελλών (1877 81). Το 1833 ίδρυσε μαζί με …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”